Web Informer Button

Οι άλλες μας ιστοσελίδες.


Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη .!!
========================================

Οι κρίσεις του 1987 (Σισμίκ) και του 1996 (Ίμια) και πως αυτές επηρέασαν τους ελληνοτουρκικούς συσχετισμούς στο Αιγαίο.



Γράφει η Ειρήνη Παπαγιάννη*



Από το 1973 ως σήμερα πολλά έχουν γραφεί για το αν και πόσο πετρέλαιο υπάρχει στο Αιγαίο. Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι το Αιγαίο κρύβει μια δεύτερη Κασπία, ενώ μερικοί καθηγητές της Γεωλογίας εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι στο Αιγαίο πετρέλαιο δεν υπάρχει. Ωστόσο, από την πλευρά της Ελλάδας, κατά την περίοδο της Δικτατορίας, ξεκινούν έρευνες στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Θάσου και Καβάλας για τα πρώτα κοιτάσματα πετρελαίου. Γίνονται πολλές έρευνες και ανακαλύπτονται πέντε πετρελαιοφόροι ορίζοντες, τέσσερις εντός των Ελληνικών χωρικών υδάτων των 6 μιλίων και ένας εκτός των 6 μιλίων, αλλά εντός της θεωρούμενης ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Με τη μεταπολίτευση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το 1975 ιδρύει τη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (ΔΕΠ), η οποία πραγματοποιεί δεκάδες γεωτρήσεις σε διάφορες περιοχές της χώρας.



Την ίδια εποχή η Άγκυρα αρχίζει να δείχνει έμπρακτα σε διπλωματικό επίπεδο το ενδιαφέρον της για την περιοχή του Αιγαίου, αφού το πρόβλημα του πετρελαίου βασανίζει εδώ και δεκαετίες την Τουρκία. Σε μια αποκαλυπτική συζήτηση που έχει ο Έλληνας πρεσβευτής στην Άγκυρα, Δημήτρης Κοσμαδόπουλος με τον Τούρκο γενικό διευθυντή πολιτικών υποθέσεων κ. Σοϋσάλ, ο τελευταίος του λέει ότι η χώρα του ζει με το άγχος της έλλειψης ενέργειας[1]. Η ανακάλυψη λοιπόν, αξιοποιήσιμων κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο, είναι η αιτία για την οποία η Τουρκία μετατοπίζει το ενδιαφέρον της και στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, ενώ μέχρι τότε, όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αυτό (το ενδιαφέρον) εστιαζόταν στην Κύπρο.

Έτσι, με σκοπό την αμφισβήτηση των ελληνικών δικαιωμάτων από την Τουρκία στο χώρο του Αιγαίου την 1η Νοεμβρίου 1973, εντελώς ξαφνικά δημοσιεύεται χάρτης στην τουρκική εφημερίδα της Κυβερνήσεως που δίνει δικαιώματα ερευνών και εκμετάλλευσης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου στην κρατική τουρκική εταιρείας πετρελαίων TRAO, σε μία περιοχή που καλύπτει σχεδόν




(χάρτης 1)

το μισό Αιγαίο πέλαγος (χάρτης 1). Με τον χάρτη αυτό, αλλά και με άλλους που ακολουθούν, το Αιγαίο διαιρείται σε δύο περίπου ίσα τμήματα, όπου η Τουρκία αυθαίρετα θεωρεί δικό της το Ανατολικό τμήμα[2].

Έκτοτε, η Ελλάδα δέχεται μια ιδιόρρυθμη και πρωτόγνωρη, συγκριτικά με τα διεθνώς ισχύοντα, αμφισβήτηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, από τον ανατολικό της γείτονα, που εκφράζεται στην πράξη με πολλούς τρόπους και πολλά επίπεδα. Απειλές χρήσης βίας, μυστικές έρευνες μακριά από το φως της δημοσιότητας και άτυπες συμφωνίες χαρακτηρίζουν το πολυσυζητημένο αυτό κεφάλαιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με αποκορύφωμα τις σοβαρές ελληνοτουρκικές κρίσεις που εκδηλώνονται το Μάρτη του ’87 και τον Ιανουάριο του ’96 (κρίση των Ιμίων), που παρ’ ολίγο να οδηγήσουν τις δύο χώρες σε πολεμική σύρραξη, αλλά και που ταυτόχρονα αλλάζουν τους συσχετισμούς στο Αιγαίο.

Το Αιγαίο στο στόχαστρο των Τούρκων

Οι συνεχείς προκλήσεις από το 1974 μέχρι το 1981

Όπως είδαμε παραπάνω, η τουρκική πολιτικοστρατιωτική ηγεσία, από τον Νοέμβριο του 1973, στρέφει πλέον τις βλέψεις της στο Αιγαίο, τη θάλασσα, που κατά την άποψή της, αποτελεί κοινό ζωτικό χώρο για τις δύο παράκτιες χώρες. Στις 10 Ιανουαρίου του 1974, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Ιλχάν Σαντάρ δίνει το στίγμα της νέας τουρκικής στρατηγικής, δηλώνοντας πως το μέλλον της Τουρκίας είναι πλέον η θάλασσα. Η επόμενη τουρκική κίνηση είναι μελετημένη και έχει συμβολικό χαρακτήρα. Στις 29 Μαΐου 1974, το τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος «Τσανταρλί» βγαίνει στο Αιγαίο για έρευνες σε μια απροκάλυπτη προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων και έμπρακτης αμφισβήτησης της κατοχυρωμένης με Διεθνείς Συνθήκες ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Η ενέργεια αυτή συνοδεύεται από δηλώσεις αμφισβήτησης: «Η Τουρκία ποτέ δεν θα επιτρέψει να γίνει το Αιγαίο μια ελληνική θάλασσα ούτε και σε άλλους να σφετεριστούν τα τουρκικά δικαιώματα στην περιοχή αυτή» (Τούρκος υπουργός Άμυνας Χασάν Ισίκ, 1 Ιουνίου 1974)[3]. «Δεν θα εκχωρήσω το Αιγαίο σε κανέναν. Το μισό Αιγαίο ανήκει σε μας. Αυτό θα πρέπει να το μάθει όλος ο κόσμος.[…] Εάν η τιμή και τα ενδιαφέροντα του τουρκικού έθνους γίνουν αντικείμενο επιθέσεως, θα συντρίψουμε το κεφάλι του εχθρού» (Σαντί Ιρμάκ, Τούρκος υπηρεσιακός πρωθυπουργός, εφημερίδα Χουριέτ, 18/01/1975) [4].



Ο πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής στις 27 Ιανουαρίου 1975 προτείνει στην Τουρκία να προσφύγουν οι δύο χώρες στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για να επιλύσουν τη διένεξή τους σχετικά με την υφαλοκρηπίδα. Η Τουρκία δέχεται καταρχήν την πρόταση, προτείνοντας ωστόσο την έναρξη συνομιλιών υψηλού επιπέδου μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, προκειμένου να επεξεργαστούν τους όρους υπό τους οποίους θα παραπεμφθεί η υπόθεση στο εν λόγω Δικαστήριο[5]. Την 31η Μαΐου του ίδιου χρόνου σε συνάντηση των πρωθυπουργών Κ. Καραμανλή και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ στις Βρυξέλλες, αυτή η παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης συμφωνείται ρητά και αναφέρεται στη σχετική με τη συνάντηση κοινή ανακοίνωση. Ωστόσο, ύστερα από τέσσερις μόλις μήνες η Τουρκία υπαναχωρεί. Η προφορική απάντηση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών σε σχετικό διάβημα του πρεσβευτή στην Άγκυρα, Δημήτρη Κοσμαδόπουλου είναι ότι «το θέμα της υφαλοκρηπίδας δεν είναι αυθύπαρκτο, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο ευρύτερων ζητημάτων»[6].

Σε αυτά τα ζητήματα οι Τούρκοι θέτουν για πρώτη φορά την παράνομη, όπως την χαρακτηρίζουν, δημιουργία μονίμων στρατιωτικών εγκαταστάσεων στα νησιά του Αιγαίου, ενώ δύο βδομάδες μετά την εισβολή στην Κύπρο, η τουρκική κυβέρνηση εκδίδει την ΝΟΤΑΜ 714, με την οποία απαιτεί να αναφέρονται στην Τουρκία όλα τα αεροπλάνα που πετούν πάνω απ’ το μισό Αιγαίο. Με το τρόπο αυτό επιχειρεί κατάργηση του Flight Information Regions (Περιοχές Πληροφόρησης Πτήσεων) που για ολόκληρη την περιοχή του Αιγαίου υπάγονται στο FIR Αθηνών, σύμφωνα με τις Συμφωνίες των Παρισίων του 1952 και της Γενεύης του 1958. Παράλληλα, ζητά από το ΝΑΤΟ ειδικό καθεστώς στο Αιγαίο και την εκχώρηση στην Τουρκία του επιχειρησιακού ελέγχου του, επικαλούμενη το κενό λόγω αποχώρησης της Ελλάδας από την Ατλαντική Συμμαχία, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο[7].

Τον Αύγουστο του 1976 η τουρκική κυβέρνηση περνά από τις νομικές πράξεις και τα διπλωματικά έγγραφα στη δημιουργία γεγονότων. Το ερευνητικό πλοίο, Χόρα, που μετονομάστηκε σε Σισμίκ1, επιχειρεί έρευνα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η ελληνική κυβέρνηση διαμαρτύρεται με έντονα διαβήματα στην Άγκυρα, ενώ ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Παπανδρέου ζητά να υπάρξει δυναμική στρατιωτική αντίδραση και αυτή του η θέση καταχωρείται στον τύπο με τη διατύπωση «Βυθίσατε το Χόρα», διατύπωση που όμως δεν χρησιμοποιεί ο Παπανδρέου[8]. Μέσα σε αυτό το κλίμα η είσοδος του Χόρα στο Αιγαίο προκαλεί το συναγερμό των ελληνικών δυνάμεων, αφού από τους χάρτες πορείας προκύπτει ότι το τουρκικό σκάφος θα περνούσε τουλάχιστον σε μία περίπτωση πάνω από την ελληνική υφαλοκρηπίδα, βορειοδυτικά της Λέσβου. Το βράδυ της 6ης Αυγούστου το Χόρα παραβιάζει για πρώτη φορά την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Το πρωί της 7ης Αυγούστου γίνεται η δεύτερη παραβίαση.

Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή μπροστά στην ωμή πρόκληση επιλέγει το δρόμο των διπλωματικών παρεμβάσεων. Καταθέτει προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ζητώντας την πολιτική καταδίκη της Τουρκίας και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Ωστόσο, οι προσφυγές μένουν χωρίς αποτέλεσμα. Το Συμβούλιο Ασφαλείας καλεί τα δύο κράτη να μειώσουν την ένταση και να διευκολύνουν τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, ενώ το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κρίνοντας ότι η υφαλοκρηπίδα αποτελεί διαφορά που έχει σχέση με το εδαφικό καθεστώς ( για το οποίο η Ελλάδα είχε εκφράσει επιφυλάξεις για το εάν το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία) απορρίπτει την προσφυγή της Ελλάδας, υποστηρίζοντας ότι είναι αναρμόδιο να επιλύσει το θέμα της υφαλοκρηπίδας[9].

Παρόλα αυτά, συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις με συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών την 1η Οκτωβρίου 1976 στη Νέα Υόρκη και άλλη μια συνάντηση σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, στη Βέρνη από 2 έως 11 Νοεμβρίου 1976. Η συνάντηση αυτή κατάληξε στο Πρακτικό της Βέρνης. Σε αυτό αναφέρεται ότι και τα δύο μέρη θα απόσχουν από κάθε πρωτοβουλία ή πράξη σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, που θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις[10]. Βασικός στόχος είναι η διακοπή από την πλευρά της Ελλάδας οποιασδήποτε ενέργειας και έρευνας σχετικά με τα πετρέλαια του Αιγαίου, κάτι που οι Τούρκοι το πετυχαίνουν. Έκτοτε, η τακτική των Τούρκων συνίσταται στη διαιώνιση των διαπραγματεύσεων, μέχρις ότου η Ελλάδα ικανοποιήσει όλες τις απαιτήσεις τους, επί της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Κατ’ αυτόν το τρόπο οι διαπραγματεύσεις εκφυλίζονται σε ατέρμονες και άγονες συζητήσεις, που μέχρι το 1981 δεν έχουν καταλήξει σε οιονδήποτε αποτέλεσμα. Το 1981 με την κυβερνητική αλλαγή και για αρκετά χρόνια η πολιτική για την αντιμετώπιση των όποιων ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο αλλάζει ριζικά. Από την πολιτική της ύπαρξης μίας και μόνο διαφοράς αυτή της υφαλοκρηπίδας η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου θεωρεί ότι δεν έχει τίποτε να παραχωρήσει και κατά συνέπεια τίποτε να διαπραγματευθεί και σταματά τον όποιο διάλογο, καθιστώντας το Πρακτικό της Βέρνης ανενεργό[11].



Οι τρεις μέρες του Μάρτη του ‘87

Η προπαρασκευή της κρίσεις

Τη κρίση του 1976 με το ερευνητικό σκάφος Χόρα διαδέχεται μια άλλη κρίση το 1987, πάντα με την ίδια αιτία, αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα και έρευνα για πετρέλαιο στο Αιγαίο και με το ίδιο ερευνητικό σκάφος, που έχει μετονομαστεί σε Σισμίκ1. Η ελληνοτουρκική κρίση αρχίζει να κυοφορείται από τον Φεβρουάριο του 1987, όταν ο υπουργός Βιομηχανίας, Αναστάσιος Πεπονής, ζητά, σύμφωνα με το άρθρο 106 του Συντάγματος, να συμμετάσχει αναγκαστικά το ελληνικό δημόσιο στην κοινοπραξία των ξένων (ΗΠΑ, Καναδάς, Γερμανία) εταιριών, που με επικεφαλής την καναδική «Ντένισον», εκμεταλλεύεται τα πετρέλαια της Θάσου και που ετοιμάζεται να επεκτείνει τις γεωτρήσεις της. Η εταιρία, βάσει της σύμβασης που είχε υπογράψει με το ελληνικό δημόσιο το 1975, δικαιούται να κάνει γεωτρήσεις στη θέση Μπάμπουρας της Θάσου, στα 10 ν. μίλια, έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα, πάνω όμως στη θεωρούμενη ελληνική υφαλοκρηπίδα[12] (χάρτης 2).



(χάρτης 2: Θέση Μπάμπουρας, δέκα μίλια νοτιοανατολικά της Θάσου)

Με πρόφαση αυτό το γεγονός, την επέκταση δηλ. των γεωτρήσεων έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα, αλλά πάνω στη θεωρούμενη ελληνική υφαλοκρηπίδα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει ότι δεν επιτρέπεται η κοινοπραξία να ασκεί την εξωτερική πολιτική της χώρας και αποφασίζει την κρατικοποίησή της[13], για λόγους προστασίας του γενικούς συμφέροντος και της εθνικής ασφάλειας. Αυτή η κίνηση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που στην ουσία έχει ως στόχο τον κρατικό έλεγχο και την αποκλειστική εκμετάλλευση των πετρελαίων στο Βόρειο Αιγαίο, προκαλεί την έντονη διαμαρτυρία του Καναδού υφυπουργού Εξωτερικών και των πρεσβευτών των ΗΠΑ, Καναδά και Γερμανίας, προς τον τότε υπουργό Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, Αναστάσιο Πεπονή, για την κρατικοποίηση της «Ντένισον»[14].

Η συμμετοχή της ελληνικής κυβέρνησης στην κοινοπραξία, οι προθέσεις για επέκταση των γεωτρήσεων έξω από τα 6 ν. μίλια στην περιοχή της Θάσου, αλλά ενδεχομένως και οι κακές διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας με τους εκπροσώπους των χωρών που αποτελούν την κοινοπραξία των εταιριών, που πραγματοποιούν τις γεωτρήσεις στην περιοχή της Θάσου, αποτελούν την αφορμή για ένα μπαράζ δηλώσεων από πλευράς της τουρκικής κυβέρνησης, που προπαρασκευάζουν την κρίση που θα ακολουθήσει. Αυτό αρχίζει να γίνεται φανερό στις αρχές Μαρτίου, όταν ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Τουργκούτ Οζάλ, καθοδόν προς τις ΗΠΑ, για να υποβληθεί σε εγχείριση, προβαίνει από το Δουβλίνο, χωρίς καμία αιτία, σε προκλητικές δηλώσεις εις βάρος της Ελλάδας και του πρωθυπουργού της. Τονίζει δε, ότι αν δεν βρεθεί «λογική» λύση στα μεταξύ των δύο χωρών προβλήματα, η «ένταση θα αυξάνεται». Επιπλέον, με ανακοίνωσή του, μέσω της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα, ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Καγιά Ερντέμ υπογραμμίζει ότι «…ενέργειες όπως αυτές που ανελήφθησαν από την Ελλάδα στην περιοχή της Θάσου…είναι αντίθετες με τη συμφωνία της Βέρνης. Η τουρκική κυβέρνηση παρακολουθεί στενά αυτές τις δραστηριότητες και με κανέναν τρόπο δεν θα ανεχθεί τέτοιες ενέργειες αναφορικά με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, πέρα από τα χωρικά ύδατα των δύο χωρών.[…] Είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας και τα συμφέροντά μας στο Αιγαίο»[15].



Επιπλέον, η τουρκική κυβέρνηση του Τουρκούτ Οζάλ, στις 19 Μαρτίου 1987 διατάσσει τον απόπλου του ωκεανογραφικού σκάφους Πίρι Ρέιςγια να διεξάγει έρευνες για πετρέλαιο στο Αιγαίο. Συνοδευόμενο από δύο πολεμικά πλοία του τουρκικού ναυτικού πλέει εκτός των ελληνικών χωρικών υδάτων ακολουθώντας το δρομολόγιο Ίμβρος-Λήμνος-Σαμοθράκη-Άθως-ανατολικά της Σκύρου-Ελλήσποντος. Το πλοίο βρίσκεται υπό την άγρυπνη παρακολούθηση ελληνικών πολεμικών σκαφών και αεροσκαφών, οι κυβερνήτες των οποίων έχουν εντολή να εφαρμόσουν τους κανόνες αυτοάμυνας. Τα ελληνικά πλοία διαμηνύουν στο τουρκικό ερευνητικό σκάφος να αποφύγει τις κρατήσεις πάνω από την ελληνική υφαλοκρηπίδα και με επιδέξιες κινήσεις το αναγκάζουν να συνεχίσει τον πλου στα διεθνή ύδατα. Την ίδια ημέρα το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών προβαίνει σε έντονη διαμαρτυρία για παρενόχληση του Πίρι Ρέις από ελληνικά πολεμικά πλοία, ενώ ο τούρκος μόνιμος διπλωματικός αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ στέλνει έγγραφο στον Γενικό Γραμματέα με το οποίο καταγγέλλει την Ελλάδα για παραβίαση τουΠρακτικού της Βέρνης[16].

Ακολούθως, στις 25 Μαρτίου αποφασίζεται από την Επιτροπή Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας, παρόντος του προέδρου της χώρας στρατηγού Εβρέν και της στρατιωτικής ηγεσίας, η έξοδος στο Αιγαίο του Σισμίκ 1, το οποίο είναι σε θέση να διαπιστώσει με σεισμογραφικές έρευνες την ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου. Με την απόφαση της εξόδου του Σισμίκ1 στο Αιγαίο η κρίση του Μάρτη του ‘87 εισέρχεται στο αποφασιστικό της στάδιο.



Τα τύμπανα του πολέμου ηχούν

Στις 11:00 το πρωί της 26ης Μαρτίου ανακοινώνεται επίσημα ο απόπλους του Σισμίκ1 για έρευνες στα διεθνή ύδατα. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος της τουρκικής κυβέρνησης τονίζει ότι αν το σκάφος παρενοχληθεί από την Ελλάδα, η Τουρκία θα αντιδράσει, ενώ ο Γενικός Γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, υποστράτηγος Γκιουβέν Εργκεντλάν καλεί τους τούρκους και ξένους δημοσιογράφους και μεταξύ άλλων δηλώνει: «Λόγω των ενεργειών της Ελλάδας στο Αιγαίο που είναι αντίθετες με τις διεθνείς συμβάσεις, η κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή μέρος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας με σκοπό τη διασφάλιση των εθνικών δικαιωμάτων και συμφερόντων της Τουρκίας. Καθορίστηκαν προς την Εθνική Εταιρία Πετρελαίων περιοχές για έρευνες στα διεθνή ύδατα στο Αιγαίο. Αύριο το Σισμίκ1 θα βγει στο Αιγαίο. Θα συνοδεύεται από πολεμικά πλοία. Με την ανακοίνωση των εθνικών αυτών ενεργειών και για τη διασφάλιση των εθνικών δικαιωμάτων και συμφερόντων μας οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, ξηράς, θάλασσας και αέρα, βρίσκονται σε επιφυλακή και παίρνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα που επιβάλλουν οι περιστάσεις». Ο υποστράτηγος σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων δηλώνει ότι αν παρεμποδιστεί το πλοίο, τα τουρκικά πολεμικά που το συνοδεύουν θα απαντήσουν, αφού «η ελληνική επίθεση θα χαρακτηριζόταν αιτία πολέμου» [17].



Η κρίση φτάνει στο κορύφωμά της με τις δύο πράξεις της τουρκικής κυβέρνησης που ανακοινώθηκαν ταυτόχρονα. Η μία είναι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αντίστοιχο χάρτη που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της κυβερνήσεως, για την παραχώρηση στην τουρκική Εταιρία Πετρελαίων (TRAO), περιοχές για έρευνα και εκμετάλλευση πετρελαίου, που κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι ελληνική υφαλοκρηπίδα, ενώ η άλλη πρόκληση είναι η απόφαση για έξοδο του Σισμίκ1 στο Αιγαίο.

Σε πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη που γίνεται στην πρωθυπουργική κατοικία στο Καστρί προσδιορίζεται η στρατηγική και η τακτική στάση της Ελλάδας. Όπως καταγράφει ο τότε υφυπουργός εξωτερικών, Γιάννης Καψής, ο πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου τον καλεί να κινητοποιήσει τους πάντες, τους εκπροσώπους του ΝΑΤΟ, της ΕΟΚ, αλλά και τους Αμερικανούς, προκειμένου να καταλάβουν τις ευθύνες τους. «Αν οι Τούρκοι επιχειρήσουν γεώτρηση θα χτυπήσουμε», δηλώνει με νόημα και συνεχίζει: «Αν δεν παρέμβουν (οι Αμερικανοί) να συγκρατήσουν τους Τούρκους κάλεσε τον Κήλυ (τον τότε πρέσβη των Η.Π.Α στην Ελλάδα) και πες του ότι κλείνουμε τη βάση της Ν. Μάκρης…»[18].









Η Ελλάδα πηγαίνει ολοταχώς για πόλεμο. Τα πολεμικά σχέδια εγκρίνονται. Στις 27 Μαρτίου, ημέρα που έχει αναγγελθεί η έξοδος του τουρκικού ερευνητικού σκάφους στο Αιγαίο από τις 6:00 πμ αρχίζει ο απόπλους όλων σχεδόν των μονάδων του πολεμικού ναυτικού υπό των ήχο εμβατηρίων και με το ηθικό στα ύψη. Παρατάσσεται ολόκληρος σχεδόν ο ελληνικός στόλος με 60 μεγάλα και μικρά σκάφη, που περιπολούν στο Αιγαίο με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Επίσης, ανακαλούνται τα δύο εναπομείναντα υποβρύχια, που συμμετέχουν στη ΝΑΤΟϊκή άσκηση "DOG-FISH" στην κεντρική Μεσόγειο, στέλνοντας μήνυμα αποφασιστικότητας στις Βρυξέλλες. Σε όλα τα πλοία του στόλου διατάσσεται οι επικοινωνίες να διεξάγονται κρυπτογραφημένες, να εγκλωβίζονται όλα τα μη φίλια αεροσκάφη και να διατηρείται ετοιμότητα βολής, ενώ σε περίπτωση επαφής με τον αντίπαλο, να τηρηθεί το δόγμα "χτύπα σκληρά" μέχρι εξουθένωσης του αντιπάλου. Τέλος, ξεκινά επιλεκτική επιστράτευση εφέδρων του Στρατού Ξηράς και προώθηση μαχητικών αεροσκαφών στα αεροδρόμια διασποράς[19].

Στο διπλωματικό επίπεδο, καλούνται ο αμερικανός πρέσβης, Ρόμπερτ Κήλυ και ο τούρκος, Ναζίμ Ακιμάν, ο έλληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον συναντιέται με την υφυπουργό Εξωτερικών Ρίτζουγαίη, αποφασίζεται η αναστολή της λειτουργίας της αμερικανικής βάσης στη Νέα Μάκρη, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας ενημερώνει τον γ.γ. του ΟΗΕ και τον πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας και ειδοποιείται το ΝΑΤΟ, το οποίο η ελληνική κυβέρνηση καθιστά μαζί με την ηγεσία των Η.Π.Α συνυπεύθυνο της κρίσης. Εντός του πλαισίου των διπλωματικών ενεργειών της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ αποστέλλεται στη Σόφια και ο υπουργός Εξωτερικών, Κάρολος Παπούλιας, στο πλαίσιο της ελληνοβουλγαρικής διακήρυξης φιλίας της Σόφιας[20]. Η κίνηση στέφεται από απόλυτη επιτυχία. Ο Παπούλιας επιστρέφει από τη Σόφια με θεαματικά αποτελέσματα, που πραγματικά ανατρέπουν τους συσχετισμούς και επιτρέπουν την κυβέρνηση να στείλει το μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι αποφασισμένη για όλα, δεν πρόκειται να κάνει βήμα πίσω και δεν μπλοφάρει. Όλες οι παραπάνω ενέργειες δεν αφήνουν καμία αμφιβολία σε Η.Π.Α και ΝΑΤΟ, ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να απαντήσει βίαια στη τουρκική πρόκληση.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο έλληνας υφυπουργός Εξωτερικών, Γιάννης Καψής επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον γ.γ. του ΝΑΤΟ, λόρδο Κάριγκτον και κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους χωρίς περιστροφές του τονίζει ότι το πρωί της επομένης οι στόλοι των δύο χωρών θα διασταυρώσουν τα πυρά τους ανατολικά της Θάσου, αφού δεν υπήρχε το παραμικρό ενδεχόμενο υποχώρησης, ούτε από τη μία, ούτε από την άλλη πλευρά. Του υπογραμμίζει ότι ο ελληνικός στόλος βρίσκεται ήδη στο Αιγαίο σε τάξη μάχης με ρητές εντολές να εμποδίσουν κι εν ανάγκη να βυθίσουν το Σισμίκ. Και οι εντολές αυτές δεν μπορούν πια να αλλάξουν, επειδή ήδη έχει επιβληθεί «σιγή ασφαλείας» και δεν υπάρχει επικοινωνία με τα πλοία. Η μόνη λύση είναι να σταματήσει η πρόκληση της Τουρκίας. Αυτή η τοποθέτηση του Γ. Καψή κινητοποιεί τον γ.γ. του ΟΗΕ, ο οποίος και αναλαμβάνει πρωτοβουλία για εκτόνωση της κρίσης[21].

Πραγματικά, ο Τούρκος πρωθυπουργός Τουργκούτ Οζάλ, που βρίσκεται στο Λονδίνο καθοδόν για την επιστροφή του στην Άγκυρα, μετά την εγχείριση στην οποία είχε υποβληθεί στο Χιούστον, διαβεβαιώνει τον λόρδο Κάρινγκτον ότι αποδέχεται τη διαμεσολάβηση και ανταποκρινόμενος στην έκκληση για εκτόνωση της κρίσης, τα μεσάνυχτα της Παρασκευής, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό τουBBC, δηλώνει ότι το τουρκικό ερευνητικό πλοίο που πρόκειται να πλεύσει στο Αιγαίο, δεν θα βγει στα διαφιλονικούμενα νερά, εκτός μόνον εάν η Ελλάδα πράξει το ίδιο. Η κρίση λαμβάνει τέλος και λίγους μήνες αργότερα υπογράφεται η Συμφωνία του Νταβός μεταξύ Τουργκούτ Οζάλ και Ανδρέα Παπανδρέου, που δεσμεύει μέχρι σήμερα Αθήνα και Άγκυρα να απέχουν των ερευνών στα ύδατα του Αιγαίου, μέχρι να επιλυθεί το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας των δύο χωρών, αλλά και το να «συρθεί» η χώρα σε διαπραγματεύσεις εφ’ όλης της ύλης [22].








Η κρίση των Ιμίων το 1996

Ο πόλεμος της σημαίας

Τις κρίσιμες πρώτες πρωινές ώρες της 31ης Ιανουαρίου 1996, η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκονται γι’ ακόμη μία φορά ελάχιστα πριν από την πολεμική σύγκρουση. Ωστόσο, η κρίση των Ιµίων «στοιχειώνει» την ελληνική εξωτερική πολιτική, αλλά και τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, αφού το συγκεκριμένο περιστατικό όχι µόνο δεν «ξεθώριασε» στη συλλογική μνήμη, αλλά παραμένει ζωντανό και έχει πλέον για πολλούς καταστεί σημείο καμπής για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.



Είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο αμερικανός πρέσβης Μάικλ Σωτήρχος: « Η Ελλάδα μετά την πικρή γεύση που άφησε πίσω της η κρίση των Ιμίων, θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί ότι οι πόλεμοι δεν κερδίζονται μόνο στο πεδίο της μάχης και ότι κάποιες κρίσιμες μάχες χάνονται χωρίς να δοθούν»[23].

Όλα ξεκινούν στις 25 Δεκεμβρίου 1995, ημέρα μεγάλης εορτής της χριστιανοσύνης και άρα επισήμου αργίας στην Ελλάδα, όταν το τουρκικό εμπορικό πλοίο “Figen Akat” προσαράζει στις βραχονησίδες Ίμια (χάρτης 3).





(Ίμια ή Λίμνια: δύο (Ανατολικό και Δυτικό Ίμιο ή Λίμνιο) βραχονησίδες ανατολικά της Καλύμνου στα Δωδεκάνησα)

Ο Τούρκος πλοίαρχος αρνείται την ελληνική συνδρομή δηλώνοντας ότι επρόκειτο για περιοχή τουρκικής αρμοδιότητος[24]. Το θέμα προκαλεί ελληνοτουρκικές επαφές σε επίπεδο υπουργείων Εξωτερικών, με αποτέλεσμα στις 29 Δεκεμβρίου η Άγκυρα να εκδώσει ρηματική διακοίνωση, με την οποία υποστηρίζει ότι οι νησίδες Ίμια αποτελούν «εσωτερικό τμήμα της τουρκικής επικράτειας», ενώ ταυτόχρονα ισχυρίζεται, ότι τα Ίμια είναι καταχωρημένα στο κτηματολόγιο Μουγκλά του νομού Μπόντρουμ (Αλικαρνασσού)[25]. Ωστόσο, ας σημειωθεί ότι με το ιταλοτουρκικό πρωτόκολλο του 1932 για τη χάραξη της μεθοριακής γραμμής μεταξύ Τουρκίας και Δωδεκανήσων, η Άγκυρα είχε επισήμως αναγνωρίσει ότι τα Ίμια ανήκουν στα Δωδεκάνησα, ενώ πέρα των ελληνικών χαρτών ξένοι χάρτες σημειώνουν τα Ίμια ως Ελληνικά[26].

Η νέα αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, εκφράζεται επισήμως. Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η προσάραξη του εμπορικού πλοίου στα Ίμια, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Κι αυτό γιατί έναν μήνα πριν τα Χριστούγεννα του 1995, ανακοινώνεται από το υπουργείο Άμυνας και Αιγαίου ένα πρόγραμμα εποικισμού 10 βραχονησίδων στο Αιγαίο, εντός φυσικά των ελληνικών χωρικών υδάτων, κοντά στις τουρκικές ακτές[27]. Το σχέδιο προβλέπει έργα στοιχειώδους υποδομής (δεξαμενή και καταφύγιο) με ανέγερση αγροικίας και μικρής εκκλησίας, ώστε να προσελκυθούν «ροβινσώνες» απ’ όλο τον κόσμο για ν’ αναπτυχθεί μια μορφή αγροτικού τουρισμού. Το πρόγραμμα αφορά τις νησίδες Βάτος(Χίος),Τοκμάκια(Λέσβος), Νίμος, Στρογγυλή, Φαρμακονήσι, Καλόλιμνος(Δωδεκάνησα), Γαβδοπούλα(Κρήτη), Αντικήθυρα(Κήθυρα). Ο τουρκικός τύπος επισημαίνει την ενέργεια αυτή ως προσπάθεια οικειοποίησης από την Ελλάδα ακατοίκητων νησιών στο Αιγαίο, αδιευκρίνιστης κυριαρχίας, ενώ το τουρκικό ναυτικό διαρρέει στον τύπο ότι θα προχωρήσει σε πλήρη χαρτογράφηση των βραχονησίδων που βρίσκονται πλησίον των τουρκικών ακτών του Αιγαίου, κάτι που δεν έχει πράξει μέχρι σήμερα.






Το ζήτημα της προσάραξης του τουρκικού πλοίου στα Ίμια, αλλά και της ανοιχτής αμφισβήτησης από την πλευρά της Τουρκίας της ελληνικής κυριαρχίας επί των συγκεκριμένων νησίδων, παραμένει στην αφάνεια μέχρι τις 24 Ιανουαρίου 1996 οπότε και αποκαλύπτεται από τα ελληνικά ΜΜΕ. Η αποκάλυψη δημιουργεί αίσθηση στην ελληνική κοινή γνώμη. Την επομένη ο δήμαρχος Καλύμνου, Δημήτρης Διακομιχάλης και ο αστυνομικός διευθυντής της Καλύμνου, Γιάννης Ριόλας υψώνουν την ελληνική σημαία στα Ίμια. Σάλος δημιουργείται στην τουρκική κοινή γνώμη από τη μετάδοση της τηλεοπτικής εικόνας με την ελληνική σημαία στα Ίμια και στις 27 Ιανουαρίου Τούρκοι δημοσιογράφοι προσγειώνονται με ελικόπτερο στην Ανατολική Ίμια υποστέλλουν την ελληνική σημαία, την οποία παίρνουν μαζί τους και υψώνουν την τουρκική. Η επιχείρηση βιντεοσκοπείται και μεταδίδεται από το τουρκικό κανάλι που ανήκει στον όμιλο της Χουριέτ και μεταδίδεται κατά τρόπο πανηγυρικό-πολεμικό, ενώ η Χουριέτ κυκλοφορεί με μεγάλες φωτογραφίες και κραυγαλέους τίτλους από την επιχείρηση ύψωσης της τουρκικής σημαίας προκαλώντας έντονη ανθελληνική ατμόσφαιρα[28].






Στις 8:10 το πρωί της 28 Ιανουαρίου ναύτες από το περιπολικό «Παναγόπουλος» βλέπουν να κυματίζει η ημισέληνος στα Ίμια και ενημερώνουν το ελληνικό Πεντάγωνο. Ζητείται από τον υπουργό Εθνική Άμυνας, Γεράσιμο Αρσένη, η συνδρομή των Ενόπλων Δυνάμεων για την εκτέλεση της σαφής εντολής υποστολής της τουρκικής σημαίας, χωρίς διευκρίνηση έπαρσης ή μη της ελληνικής, κάτι που ωστόσο πράττουν οι ναύτες του περιπολικού «Αντωνίου-Ρ286»[29]. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα διαμαρτύρεται στους πρέσβεις των Η.Π.Α, της Ρωσίας και της Ε.Ε., για το γεγονός ότι η Τουρκία προβαίνει σε εδαφικές διεκδικήσεις. Μετά την έπαρση της ελληνικής σημαίας στα Ίμια ξεκινά μπαράζ ναυτικών επεισοδίων στην περιοχή. Τα ελληνικά χωρικά ύδατα παραβιάζονται συνεχώς. Στα Ίμια σπεύδουν, όπου και παραμένουν, η φρεγάτα «Ναυαρίνος», η κανονιοφόρος «Πυρπολητής» και η φρεγάτα «Θεμιστοκλής». Για λόγους ασφαλείας αλλά και για περιφρούρηση της ελληνικής σημαίας, ομάδα βατραχανθρώπων εγκαθίσταται στην Ανατολική Ίμια και δυνάμεις των ειδικών δυνάμεων στην Καλόλιμνο. Για «άγνωστο» λόγο, η Δυτική Ίμια μένει αφύλακτη!

Την Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 1996 νωρίς το απόγευμα ο πρέσβης της Ελλάδας στην Άγκυρα, Δημήτρης Νεζερίτης καλείται στο υπουργείο Εξωτερικών, όπου λαμβάνει νέα ρηματική διακοίνωση, με την οποία η Τουρκία όχι μόνο αμφισβητεί την ελληνικότητα των Ιμίων, αλλά υποβάλλει «πρόταση απεμπλοκής» με τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ενώ γίνονται δηλώσεις από τον υπουργό Εξωτερικών, Ντενίζ Μπαϊκάλ, ότι υπάρχουν στο Αιγαίο και άλλα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες, των οποίων το νομικό καθεστώς είναι ασαφές[30]. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρμεντ τοποθετείται για πρώτη φορά στο θέμα.

-Και οι δύο χώρες έχουν διεκδικήσεις πάνω στο νησί βάσει διεθνών συνθηκών.

-Μερικοί στην Τουρκία λένε πως πρόκειται για τουρκικό έδαφος κι αυτό είναι ένα από τα προβλήματα.

-Το νησί είναι αμφισβητούμενο μεταξύ δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ, άρα νομίζουμε ότι πρέπει να το επιλύσουν αυτοί.

Αποφασίζεται λοιπόν η αποστολή ειδικού απεσταλμένου στην Αθήνα και την Άγκυρα και αναφέρεται το όνομα του βοηθού υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ[31].



Κλιμάκωση της κρίσης

Στις 30 Ιανουαρίου η Τουρκία αποφασίζει την ανάληψη στρατιωτικής δράσεως. Η πρωθυπουργός της Τουρκίας, Τανσού Τσιλέρ δηλώνει μέσα στην τουρκική βουλή ότι την επόμενη μέρα η ελληνική σημαία θα έχει κατέβει από τα Ίμια[32]. Ο τουρκικός στρατός έχει περάσει σε θέση συναγερμού. Κυκλοφορούν σενάρια πολέμου, μεταφέρονται στρατιωτικές μονάδες και τα πολεμικά αεροσκάφη μετακινούνται σε σημεία που μπορούν να χτυπήσουν. Σημειώνονται μαζικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, ενώ τουρκική φρεγάτα παραβιάζει τα ελληνικά χωρικά ύδατα στο χώρο των Ιμίων και απομακρύνεται μετά από σήμα των ελληνικών σκαφών. Το πρωί της ίδιας ημέρας οι αρχηγοί των ελληνικών επιτελείων, στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Αρχηγών Γενικών Επιτελείων, συζητούν το ενδεχόμενο αποβίβασης ελλήνων κομάντος και στη Μικρή(Δυτική) Ίμια, αφού ήδη υπάρχει ετοιμότητα ειδικών δυνάμεων στην Κω. Όμως οι συζητήσεις σταματούν αφού η πολιτική εντολή του υπουργού Άμυνας είναι να μην υπάρξει κλιμάκωση της κρίσης[33]. Αντίθετα, μετά την κρίση των Ιμίων, ο τότε πρωθυπουργός επιρρίπτει ευθύνες για τη μη φύλαξη της Δυτικής Ίμια στο ναύαρχο, Χρήστο Λυμπέρη, τότε αρχηγό ΓΕΕΘΑ.

Στη διάρκεια της συνεδρίασης του Συμβουλίου Άμυνας στο γραφείο του υπουργού, Γ. Αρσένη πραγματοποιείται τηλεφωνική επικοινωνία με τον υπουργό Άμυνας των Η.Π.Α, Ουίλιαμ Πέρι, ο οποίος ζητά αποκλιμάκωση της έντασης με απόσυρση εκατέρωθεν των ναυτικών δυνάμεων. Ωστόσο, σύμφωνα με τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ναύαρχο Χρήστο Λυμπέρη, δεν ανακοινώνεται η συνομιλία στους αρχηγούς των επιτελείων[34]. Στην Άγκυρα, ο υφυπουργός Εξωτερικών, Ονούρ Οϊμέν ζητά από τον έλληνα πρέσβη την επιστροφή στο status quo ante με την «αποχώρηση των πλοίων, στη συνέχεια αποχώρηση του προσωπικού και τέλος υποστολή και των σημαιών από τις νησίδες»[35]. Στην Ελλάδα, μεγάλο μέρος του ελληνικού στόλου αποχωρεί από το ναύσταθμο Σαλαμίνας για τα Δωδεκάνησα, υπό την κάλυψη τηλεοπτικών συνεργείων. Μετά από λίγες ώρες οι Τούρκοι στέλνουν και άλλα πλοία κοντά στην επίμαχη περιοχή των Ιμίων. Στις 6:00 το απόγευμα οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις τίθενται σε κατάσταση γενικής επιφυλακής και ενεργοποιούνται τα πολεμικά σχέδια, ενώ χωρίς απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Άμυνας στις 23:00 μ.μ. διατάσσεται μερική επιστράτευση στους νομούς Έβρου, Ροδόπης, Ξάνθης και στα νησιά του Αιγαίου. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα όλες οι μάχιμες στρατιωτικές μονάδες σε ξηρά και θάλασσα βρίσκονται σε θέση μάχης[36]. Την ίδια ώρα ο πρόεδρος των Η.Π.Α, Μπιλ Κλίντον τηλεφωνεί στον πρωθυπουργό, Κώστα Σημίτη επισημαίνοντάς του τον κίνδυνο ελληνοτουρκικού πολέμου. Του κάνει έκκληση αποτροπής της κρίσης προτείνοντας απόσυρση προσωπικού-πλοίων-σημαίας από τα Ίμια. Αντίστοιχο τηλεφώνημα έκανε ο Αμερικανός πρόεδρος στην πρωθυπουργό της Τουρκίας, Τανσού Τσιλέρ.



Λίγο μετά τη 1:00 τα ξημερώματα 30ης προς 31ης Ιανουαρίου, ξαφνικά, μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, εμφανίζονται δύο φουσκωτά του τουρκικού ναυτικού, με πάνοπλους καταδρομείς που έχουν εντολή να ανέβουν στη βραχονησίδα Ίμια και να την καταλάβουν. Εκτελούν την εντολή της πρωθυπουργού της χώρας, Τανσού Τσιλέρ, η οποία απευθυνόμενη στο Συμβούλιο Ασφαλείας που συνεδρίασε πριν λίγες ώρες στο γραφείο της δηλώνει: «Θέλω να πιάσετε αυτούς τους Έλληνες στρατιώτες από τα αφτιά και να τους πετάξετε από το Καρντάκ(Ίμια). Απόψε μπορείτε;»[37]. Η κωδική ονομασία της ομάδας των Τούρκων καταδρομέων είναι η λέξη «Καρντάκ». Έτσι αποκαλούν τα Ίμια οι Τούρκοι. Τα ελληνικά πολεμικά πλοία που βρίσκονται γύρω από τα Ίμια παρακολουθούν την αποβατική ενέργεια των Τούρκων και ενημερώνουν αμέσως την ελληνική ηγεσία. Σε απόσταση βολής από τα ελληνικά πλοία βρίσκονται αντιτορπιλικά, φρεγάτες και υποβρύχια των Τούρκων. Οι δώδεκα Τούρκοι κομάντος ανεβαίνουν στη Δυτική αφύλακτη Ίμια, στήνουν τα πολυβολεία τους και παίρνουν θέσεις για απόκρουση επίθεσης των ελληνικών δυνάμεων. Όλα πια κρέμονται σε μία κλωστή.






Σύμφωνα με τον τότε αρχηγό ΓΕΕΘΑ, ναύαρχο Χρήστο Λυμπέρη τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες της 30ης προς την 31η Ιανουαρίου επικοινωνεί με τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη που βρίσκεται σε διαρκή συνεδρίαση με το αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων και το υπουργικό συμβούλιο και του λέει: «Δώστε μου εντολή και ισοπεδώνω μέσα σε λίγα λεπτά τα Ίμια. Έχουμε τεράστια δύναμη πυρός με τα πλοία μας»[38]. Ο Σημίτης μένει για λίγα λεπτά αναποφάσιστος. Οι τούρκοι κομάντος έχουν απλωθεί σε όλη την έκταση της βραχονησίδας, ελληνικό ελικόπτερο με τους αξιωματικούς του ναυτικού Παναγιώτη Βλαχάκο, Χριστόδουλο Καραθανάση και Έκτορα Γιαλοψό πετάει πάνω από τα Ίμια, φωτίζοντας τις θέσεις των Τούρκων κομάντος και δίνοντας έτσι στόχο στις ελληνικές δυνάμεις. Τα τρία παλικάρια θα σκοτωθούν λίγα λεπτά μετά με την πτώση του ελικοπτέρου τους στη φουρτουνιασμένη θάλασσα (εικόνα 1).





Τις δραματικές εκείνες στιγμές χτυπά το απόρρητο τηλέφωνο του Έλληνα πρωθυπουργού. Είναι ο αμερικανός διπλωμάτης, διαμεσολαβητής μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας κ. Χόλμπρουκ που λέει στον έκπληκτο Σημίτη: «Μην τολμήσετε να χτυπήσετε τα Ίμια γιατί σε τρία λεπτά δεν θα υπάρχει ελληνικός στόλος. Οι Τούρκοι έχουν τα ακριβή σημεία που βρίσκονται τα πλοία σας στο Αιγαίο με στοιχεία που έχουν πάρει από δορυφόρο, τα αεροπλάνα τους είναι με αναμμένες μηχανές απέναντι από τα Ίμια και σε τρία λεπτά θα έχουν βουλιάξει όλα τα πολεμικά σας. Εσείς λόγω απόστασης δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα αεροπλάνα σας. Η συμφωνία μας είναι: όχι πλοία, όχι στρατός, όχι σημαίες στα Ίμια»[39]. /Κάπου εκεί τελειώνει και η κρίση στα Ίμια.



Ο Σημίτης δίνει εντολή στον Λυμπέρη να μην «χτυπήσει». Στις 6:10 το πρωί της 31ης Ιανουαρίου οι υπουργοί Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Γ. Αρσένης και Θ. Πάγκαλος ανακοινώνουν τη συμφωνία που επιτυγχάνεται μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας με προσωπική παρέμβαση του προέδρου των Η.Π.Α, Μπιλ Κλίντον και του διαμεσολαβητή Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ. Οι ελληνικές δυνάμεις αποχωρούν από τα Ίμια παίρνοντας μαζί και την ελληνική σημαία. Το ίδιο πράττουν και οι τούρκοι καταδρομείς.



Την επόμενη ημέρα ο έλληνας πρωθυπουργός θα πει στην ελληνική Βουλή το περίφημο «ευχαριστώ τους Αμερικανούς», επιρρίπτοντας ευθύνες στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, τις οποίες κατηγόρησε ως ανέτοιμες να ανταποκριθούν στην αποστολή τους[40]. Την ίδια ημέρα η Αθήνα υποστηρίζει ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει όσον αφορά το status quo στην περιοχή και ότι οι νησίδες Ίμια είναι ελληνικό έδαφος. Οι Τούρκοι παγίως εγείρουν επεκτατικές διεκδικήσεις και στη συνέχεια καλούν την Αθήνα να διαπραγματευθεί, δηλαδή να μοιράσει ελληνικά δικαιώματα. Στα Ίμια, όμως, για πρώτη φορά η Άγκυρα όχι μόνο διεκδίκησε έδαφος, αλλά και δημιούργησε τετελεσμένο. Γι’ αυτό και ήχησε ειρωνικά η διαβεβαίωση Σημίτη στη Βουλή ότι δεν άλλαξε τίποτα από ό, τι ίσχυε πριν. Η νέα πραγματικότητα και οι συνέπειές της είναι εντελώς διαφορετικές και μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
Αποδοχή των τουρκικών θέσεων περί «γκρίζων ζωνών» και ύπαρξης νησιών, νησίδων και βραχονησίδων με αδιευκρίνιστη κυριαρχία.
Διμερής ελληνοτουρκικός διάλογος για τη διευθέτηση αυτών των ζητημάτων (και όχι μόνο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας όπως στρουθοκαμηλίζοντας ισχυρίζεται ακόμη η ελληνική πλευρά).
Επίσημη ανάθεση στην Ουάσιγκτον ρόλου παρατηρητή-διαιτητή για την τήρηση της συμφωνίας που απαγορεύει σε Ελλάδα και Τουρκία δραστηριότητες σε νησίδες μέχρι να διευκρινιστεί η κυριαρχία τους[41].

Ο κ. Σημίτης αντιμετώπισε θύελλα διαμαρτυριών από όλο το τότε πολιτικό φάσμα. Ο πρόεδρος της Ν.Δ., Μιλτιάδης Έβερτ μίλησε για «πράξη προδοσίας», ο πρόεδρος της ΠΟΛ.ΑΝ, Αντώνης Σαμαράς για «πρωτοφανή εθνική ήττα» και η Γραμματέας του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα κατηγόρησε τον πρωθυπουργό ότι ανέχθηκε να τεθεί η χώρα από τις ξένες δυνάμεις υπό «καθεστώς περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας»[42].



Η αλλαγή συσχετισμών στο Αιγαίο

Οι «ελληνοτουρκικές διαφορές» στο Αιγαίο δημιουργούνται ουσιαστικά από το 1973 όταν εκδηλώνονται για πρώτη φορά οι τουρκικές διεκδικήσεις στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια οι αμφισβητήσεις του ελληνικού εναερίου χώρου των 10 μιλίων, την εφαρμογή κανόνων του FIR Αθηνών από τα στρατιωτικά της αεροσκάφη, τη δυνατότητα της χώρας μας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ., την αμυντική θωράκιση (αποστρατικοποίηση) των νήσων του Ανατολικού Αιγίου, την ελληνική κυριαρχία σε νησίδες και βραχονησίδες (γκρίζες ζώνες), την αρμοδιότητα έρευνας και διάσωσης που έχει η χώρα μας στην περιοχή του FIR Αθηνών και άλλα πιο δευτερεύοντα (π.χ. ευθύνη ελέγχου ρύπανσης θαλασσών) που εν πολλοίς συναρτώνται με τα παραπάνω.

Σε γενικές γραμμές οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο τοποθετούνται στο πλαίσιο της γενικότερης τουρκικής εθνικής πολιτικής που στοχεύει στην ενίσχυση της γεωπολιτικής της ισχύος και την καθιέρωση της ως κύρια «περιφερειακή δύναμη» από το Ιόνιο Πέλαγος μέχρι το Αφγανιστάν και από τα ρωσοτουρκικά σύνορα μέχρι το Σουέζ και την Ερυθρά θάλασσα[43]. Ειδικότερα, σ’ ότι αφορά το Αιγαίο, είναι εμφανές ότι η Τουρκία επιδιώκει ανατροπή του υφισταμένου status quo με επιδίωξη την συγκυριαρχία-συνυπευθυνότητα και κατ’ επέκταση την συνεκμετάλλευση των υφισταμένων (υπαρκτών ή μη) φυσικών πόρων ή, εάν θέλετε, την επέκταση της γεωπολιτικής της ισχύος προς Δυσμάς[44]. Η αοριστία αυτή της επεκτατικής της πολιτικής δίνει στη Τουρκία επικίνδυνα πλεονεκτήματα την καθιστά σχεδόν αδιόρατη, άκρως ελαστική.

Ως παράδειγμα της ελαστικότητας αυτής της επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας είναι οι «εδαφικές» της διαφορές με την Ελλάδα. Υποστηρίζει ότι όλες οι προβαλλόμενες απαιτήσεις και αμφισβητήσεις της στο Αιγαίο αποτελούν «πακέτο» και θα πρέπει να επιλυθούν συνολικά μετά από πολιτικό διάλογο - διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο χωρών. Επιπλέον, δεν έχει αναγνωρίσει την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και δεν αποδέχεται τον «νομικό» χαρακτήρα των εδαφικών της διαφορών. Μάλιστα, οσάκις εκ των πραγμάτων προς στιγμήν δέχθηκε διάλογο προς την κατεύθυνση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης τον οδήγησε σε αδιέξοδο επιδιώκοντας να βάλει στο «τραπέζι» το σύνολο των εδαφικών της διαφορών με πολιτικά και όχι νομικά κριτήρια.

Το 1981 με την κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα, η πολιτική για την αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών διαφορών αλλάζει ριζικά. Από την πολιτική της ύπαρξης μίας και μόνο διαφοράς αυτή της υφαλοκρηπίδας θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να παραχωρήσει και κατά συνέπεια τίποτε να διαπραγματευθεί. Σύμφωνα με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τα χερσαία, εναέρια και θαλάσσια σύνορα της χώρας, καθώς και τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας δεν είναι διαπραγματεύσιμα[45]. Ωστόσο, το 1988 σαν συνεπακόλουθο της ελληνοτουρκικής κρίσης του 1987, με τη Συμφωνία του Νταβός, που θεωρήθηκε από την ελληνική πλευρά ως εξασφαλίζουσα από την Τουρκία της δέσμευσης του «μη πόλεμος», η Ελλάδα εγκαταλείπει την πολιτική της αναγνώρισης της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας ως μόνης «νομικής» διαφοράς και της παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο και συμφωνεί να επανεξετασθούν όλα τα θέματα από δύο επιτροπές από τις οποίες η μία «πολιτική». Δηλαδή, αποδέχεται συζήτησης εφ’ όλης της ύλης για θέματα, που θέτει επιτακτικά προς επίλυση η Τουρκία και μέχρι τότε δεν αναγνώριζε η Ελλάδα[46].

Επιπλέον, επίσημα πλέον η Ελλάδα δέχεται ότι το ζήτημα των πετρελαίων του Αιγαίου αποτελεί διεθνή και όχι εσωτερική της υπόθεση και Παπανδρέου και Οζάλ συμφωνούν να σταματήσουν οι έρευνες για τα πετρέλαια στη Θάσο. Η Τουρκία σημειώνει ακόμη μία νίκη με την επαναφορά του Πρακτικού της Βέρνης[47]. Σχετικά με τη Συμφωνία του Νταβός, οι αρνητικές επιπτώσεις για την χώρα ήταν τόσο κραυγαλέα αρνητικές, που αναγκάσθηκε ο τότε ηγέτης του ΠΑΣΟΚ να δηλώσει στη Βουλή ότι ήταν λάθος (mea culpa) και να την αποκηρύξει ως «επαίσχυντη»[48].

Στη συνέχεια, με τις συμφωνίες των κ.κ. Παπούλια - Γιλμάζ στη Βουλιαγμένη, η Τουρκία κατορθώνει να αναγνωριστεί η υποχρέωση σεβασμού της κυριαρχίας και της εδαφικής της ακεραιότητας, αμφισβητώντας όμως το σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος, που αφορά όλο το πλέγμα, εναέριου χώρου και αιγιαλίτιδας ζώνη, δηλαδή τα σύνορα της χώρας, καθώς και την υφαλοκρηπίδα. Μάλιστα, ο Γιάννης Καψής, που δεν συμμετέχει στη συνάντηση της Βουλιαγμένης, αναρωτιέται αν τελικά με αυτή τη συμφωνία η Ελλάδα συνήνεσε στην επαναχάραξη των ελληνικών συνόρων[49]! Η ελληνική κυβέρνηση παραχωρεί επιπλέον στην Τουρκία «το δικαίωμα χρήσης της ανοιχτής θάλασσας και του εναερίου χώρου του Αιγαίου»[50], δίνοντάς της το δικαίωμα διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων και επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης S.A.R. (Search And Rescue) στο διεθνή εναέριο και θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, με τη χρήση αεροσκαφών, πλοίων επιφανείας, υποβρυχίων και άλλου ειδικού εξοπλισμού. Έκτοτε, αμφισβητείται από την Τουρκία το εύρος του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, μέσω συνεχών παραβιάσεών του από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη.

Ακολούθως, οι κ.κ. Σημίτης και Πάγκαλος κατορθώνουν να μετατρέψουν τα Ίμια που αναφέρονται ονομαστικώς στη Συνθήκη της παραχώρησης της Δωδεκανήσου από την Ιταλία στην Ελλάδα, σε αμφισβητούμενα εδάφη «disputed territories», με τον τότε δε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον ως διαμεσολαβητή, να επιβάλλει αυτά που ζητούσε η Τουρκία για τις βραχονησίδες: «No ships, no troops, no flags». Μόνο που οι συνέπειες μιας ήττας, ούτε ξεχνιούνται ούτε κρύβονται για πάντα, καθώς έρχεται η στιγμή που οι νικητές σπεύδουν να εισπράξουν. Με την προβολή της επεκτατικής θεωρίας των «γκρίζων ζωνών», η Τουρκία δεν είχε στόχο να αποσπάσει από την ελληνική επικράτεια δύο βραχονησίδες που βρίσκονται δίπλα στην οριογραμμή. Στόχος της είναι και παραμένει να επεκτείνει την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας και να μετατρέψει σε «γκρίζα ζώνη» ένα σημαντικό τμήμα του Αιγαίου. Η δήλωση Τσιλέρ στη «Χουριέτ» είναι σαφέστατη. Ήγειρε διεκδικήσεις για το σύνολο των βραχονησίδων, ισχυριζόμενη ότι «μέχρι τώρα η Τουρκία υποσυνείδητα αποδεχόταν ότι τα νησιά αυτά έμπρακτα ανήκουν στην Ελλάδα. Εμείς θα το αλλάξουμε αυτό»[51]. Η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε τότε εχέγγυα στη Τουρκία, προκειμένου να αποφύγει την κλιμάκωση της κρίσης των Ιμίων σε θερμή στρατιωτική αναμέτρηση και την εξέλιξή της σε ελληνοτουρκικό πόλεμο.

Το «γραμμάτιο» είσπραξης για την Τουρκία υπογράφηκε από τον τότε πρωθυπουργό στις 8 Ιουλίου 1997 στη Μαδρίτη, όταν αναγνώρισε ζωτικά συμφέροντα ασφάλειας της Τουρκίας στο Αιγαίο, αποδεχόμενος τις τουρκικές αμφισβητήσεις για την ύπαρξη νησιών, νησίδων και βραχονησίδων με αδιευκρίνιστη κυριαρχία, με τριτεγγυητή την Ουάσιγκτον, χωρίς να ζητήσει να σταματήσουν οι τουρκικές προκλήσεις και με αποτέλεσμα όλες αυτές οι παραχωρήσεις να οριοθετήσουν τη σημερινή στάση της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδος. Έτσι, οι -διπλωματικής και στρατιωτικής υφής- εντάσεις γύρω από το Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι, οι οποίες συνεχίζονται σχεδόν αδιαλείπτως από τότε μέχρι και σήμερα, υπενθυμίζουν το «γραμμάτιο» που υπέγραψε η κυβέρνηση Σημίτη το 1996.



Εν κατακλείδι

Η Ελλάδα έχει πικρή εμπειρία από την πρακτική που ακολουθεί η Τουρκία από τη δεκαετία του 1970 και των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και εσχάτως στην Ανατολική Μεσόγειο. Το «επιχειρησιακό δόγμα» της Τουρκίας είναι απλό. Προκαλεί στο Αιγαίο μια κρίση με την Ελλάδα, η οποία ανέτοιμη και ανίσχυρη πολιτικά -και όχι στρατιωτικά- να την αντιμετωπίσει, υποχωρεί κάθε φορά, με την Τουρκία να προωθεί τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο. Όλο αυτό το διάστημα που διαρκούν οι αέναοι κύκλοι των διερευνητικών επαφών, οι δυο χώρες υποτίθεται ότι δεσμεύονται να αποφύγουν μονομερείς ενέργειες, για να μην τορπιλιστούν οι συνομιλίες, η ελληνική πλευρά ωστόσο, παγιοποιεί με τη στάση της αυτή το καθεστώς αμφισβήτησης για το σύνολο του Αιγαίου. Έτσι, οι κατά καιρούς ελληνικές κυβερνήσεις, μέσα από τις λεγόμενες διερευνητικές επαφές, που υποστηρίζονται, μετέτρεψαν τη μία και μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά, που ήταν η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, σε δέσμη τουρκικών διεκδικήσεων, με σκοπό να παραπεμφθούν «πακέτο» στο Διεθνές Δικαστήριο, με άγνωστες πλέον συνέπειες για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.



* Η Ειρήνη Παπαγιάννη είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια του τομέα Διεθνών Σπουδών του τμήματος της νομικής στο ΔΠΘ




[1] Δ. Κοσμαδόπουλος, Οδοιπορικό ενός πρέσβη στην Άγκυρα, 1974-1976, ελληνική ευρωεκδοτική, Αθήνα, 1988, σελ. 69.


[2] Α. Πεπονής, Για το ζήτημα του Αιγαίου. Τα πετρέλαια, ο Μάρτης του ’87, «οι συνοριακές διαφορές». Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η «ενεργειακή γέφυρα», Λιβάνης, Αθήνα, 2008, σελ., 16-17- 18.


[3] Κ. Μαρδάς, Προ-Ίμια πολέμου. Από τα Σεπτεμβριανά στην κρίση των Ιμίων (1955-1996), Το ποντίκι, Αθήνα, 2005, σελ.247.


[4] Δ. Κοσμαδόπουλος, ό.π., σελ. 194.


[5] Ό.π., σελ. 190-191, 193 και 199.


[6] Α. Πεπονής, ό.π., σελ. 25.


[7] Κ. Μαρδάς, ό.π., σελ. 248-249.


[8] Α. Πεπονής, ό.π., σελ.28.


[9] Ό.π., σελ. 28-29.


[10] Γ. Μανουσάκις, Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος κατά την περίοδο 1980-1989, Τεχνική-Εκδοτική, Αθήνα, 1989, σελ. 269-270.


[11] Α. Πεπονής, ό.π., σελ. 85.


[12] Κ. Μαρδάς, ό.π., σελ. 294.


[13] Γ. Μανουσάκις, ό.π., σελ. 271.


[14] Ό.π., σελ. 272.


[15] Α. Πεπονής, ό.π., σελ. 86.


[16] Κ. Μαρδάς, ό.π., σελ. 297.


[17] Γ. Καψής, Οι τρεις μέρες του Μάρτη, Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1990, σελ. 64-65.


[18] Ό.π., σελ. 66.


[19] http://defence.e-e-e.gr/files/0e8df66191d439d47d917b5b04aef9e6-407.html


[20] Γ. Μανουσάκις, ό.π., σελ.276.


[21] Γ. Καψής, ό.π., σελ. 88-89.


[22] Στο ίδιο, σελ. 194.


[23] Δ. Μηλάκας, Η απόρρητη ιστορία του Αιγαίου. Η μυστική αλληλογραφία του Ουάσιγκτον για τα πετρέλαια, το φυσικό αέριο και την ελληνική ΑΟΖ, το ποντίκι, Αθήνα, σελ. 219.


[24] Ό.π., σελ.221.


[25] Α. Έλλις-Μ. Ιγνατίου, Ίμια-Τα απόρρητα τηλεγραφήματα των αμερικανών, Λιβάνη, Αθήνα, 2009, σελ. 26-27.


[26] Χ. Λυμπέρης, Πορεία σε ταραγμένες θάλασσες, Ποιότητα, Αθήνα, 1999, σελ. 529.


[27] Κ. Μαρδάς, ό.π., σελ. 357.


[28] Ό.π., σελ. 362


[29] Α. Έλλις-Μ. Ιγνατίου, ό.π., σελ. 59.


[30] Ό.π., σελ. 65.


[31] Ό.π., σελ. 83-84.


[32] Δ. Μηλάκας, ό.π., σελ 222.


[33] Κ. Μαρδάς, ό.π., σελ. 369.


[34] Χ. Λυμπέρης, ό.π., σελ. 564-565.


[35] Δ. Μηλάκας, ό.π., σελ 222.


[36] Στο ίδιο.


[37] Α. Έλλις-Μ. Ιγνατίου, ό.π., σελ. 74-75.


[38] Χ. Λυμπέρης, ό.π., 575.


[39] http://www.newsbomb.gr/ethnika/story/213699/giati-skotothikan-oloi-oi-toyrkoi-poy-anevikan-sta-imia


[40] Δ. Μηλάκας, ό.π., σελ. 223-224.


[41] Ο.π., σελ. 220.


[42] Α. Έλλις-Μ. Ιγνατίου, ό.π., σελ. 194.


[43] Μανουσάκις, ό.π., σελ. 284.


[44] Γ. Γκίνης, Τουρκία. Το γειτονικό ηφαίστειο, βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Αθήνα, σελ. 48-49 και Γ. Μανουσάκις, ό.π., σελ. 284.


[45] Ό.π., σελ. 267.


[46] Γ. Καψής, ό.π., σελ. 134.


[47] Κ. Μαρδάς, ό.π., σελ. 318.


[48] Γ. Καψής, ό.π., σελ. 76 και 137.


[49] Ό.π., σελ. 194.


[50] Ό.π., σελ. 153.


[51] Κ. Μαρδάς, ό.π., σελ. 386.

Το φωτογραφικό υλικό στο σύνολό του προέρχεται από αναζήτηση στο διαδίκτυο.πηγή

{Ενημέρωση}

    Παρακαλώ κατά την αναδημοσίευση να αναγράφετε την πηγή με ενεργό σύνδεσμο προς το tsounami
    Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος απαγορεύεται ρητά η αναδημοσίευση, αντιγραφή, διασκευή ή αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο του περιεχομένου του παρόντος Ιστολογίου, χωρίς την παραπομπή στην πηγή (Νόμος 2121/1993).
    copyright: Tsounami 2019
TSOUNAMI